ιξ

ιξ
ἴξ, γεν. ἰκός και ἶκος, ἡ (Α) είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συγγενές προς το λατ. ico «χτυπώ». Πιθ. να σχετίζεται επίσης με το ἴψ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”